- μετέωρο
- (Αστρον.). Στερεά σωματίδια από λίθο ή μέταλλο που περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο, όπως και οι πλανήτες. Όταν συναντηθούν με τη Γη, αναφλέγονται στην ατμόσφαιρα, εξαιτίας της τριβής, και αφήνουν μια φωτεινή τροχιά, ορατή για λίγο στον νυχτερινό ουρανό. Τα μεγαλύτερα μ., που ονομάζονται βολίδες, διαρκούν ένα ή περισσότερα δευτερόλεπτα, πλησιάζουν τη λάμψη των μεγάλων πλανητών και σβήνουν χαμηλά στην ατμόσφαιρα. Εκτός από αυτά τα σποραδικά μ. υπάρχουν και σμήνη μ., που, όταν συναντήσουν τη Γη, προκαλούν μετεωρικές βροχές· κάποια από αυτά τα σμήνη προέρχονται από διάλυση κομητών. Ο αριθμός των ορατών, με γυμνό μάτι, μ. σε όλη τη Γη, φτάνει τα 200.000.000 την ημέρα. Ο παρατηρητής, όμως, κατορθώνει να δει πολύ λίγους, σε αραιά χρονικά διαστήματα και, κυρίως, περισσότερους μετά τα μεσάνυχτα και λιγότερους πριν. Αυτό συμβαίνει, γιατί βλέπει μόνο όσους μ. πλησιάζουν την τροχιά της Γης.
Η λαμπρότητα των μ. προσδιορίζεται από τη μάζα και την ταχύτητά τους. Η θερμότητα που παράγεται από την τριβή, προκαλεί τη γρήγορη εξάτμιση των μ., δημιουργώντας νέφος φωτεινών αερίων. Εκτός από το συγκεκριμένο φαινόμενο, τα λαμπρότερα
μ. διαγράφουν, στο μήκος της πορείας τους, μια ορατή γραμμή από αέρια που φωσφορίζουν και η οποία διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα έως μισή ώρα. Οι παρατηρήσεις που έχουν επισημανθεί, απέδειξαν ότι όλα τα μ. εντάσσονται αναμφίβολα στο ηλιακό μας σύστημα, αφού η ταχύτητά τους μετρήθηκε να είναι μικρότερη από 42 χλμ. το δευτερόλεπτο, που είναι και η παραβολική ταχύτητα στην απόσταση της Γης.
* * *το (ΑΜ μετέωρον)βλ. μετέωρος.
Dictionary of Greek. 2013.